πανούργως

πανούργως
πανούργως adv. of πανοῦργος (Aristoph., Equ. 317; Pla., Soph. 239c et al.; Sb 8026, 14; Ps 82:4 Sym.; Philo, Poster. Cai. 82) deceitfully πάντοτε πανούργως ἔζησα μετὰ πάντων Hm 3:3 (on the wordplay s. B-D-F §488, 1; Rob. 1201).—TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανούργως — πάνουργος ready to do anything adverbial πάνουργος ready to do anything masc/fem acc pl (doric) πανού̱ργως , πανοῦργος adverbial πανού̱ργως , πανοῦργος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”