- πανούργως
- πανούργως adv. of πανοῦργος (Aristoph., Equ. 317; Pla., Soph. 239c et al.; Sb 8026, 14; Ps 82:4 Sym.; Philo, Poster. Cai. 82) deceitfully πάντοτε πανούργως ἔζησα μετὰ πάντων Hm 3:3 (on the wordplay s. B-D-F §488, 1; Rob. 1201).—TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.